Diferenciar στα ελληνικά
Μετάφραση: diferenciar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφορετικά, διαφοροποιώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- difamar στα ελληνικά - ήττα, δυσφημώ, συκοφαντώ, κακολογώ, δυσφημίσουν, συκοφαντούν, δυσφημήσουν
- difamação στα ελληνικά - συκοφαντία, διαβολή, δυσφήμιση, δυσφημώ, δυσφήμηση, δυσφήμησης, δυσφήμισης, ...
- diferenciação στα ελληνικά - διάκριση, διαφορά, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση
- diferencie στα ελληνικά - διαφοροποιώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει
Τυχαίες λέξεις
Diferenciar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφορετικά, διαφοροποιώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει
Μεταφράσεις: διαφορετικά, διαφοροποιώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει