Λέξη: ευφράδεια

Σχετικές λέξεις: ευφράδεια

ευφράδεια συνώνυμα, ευφράδεια συνώνυμο, η ευφράδεια, ευφραδεια ετυμολογία

Συνώνυμα: ευφράδεια

ευχέρεια, εύροια, στιλπνότητα, ομιλητικότητα, στιλπνότης, ομιλητικότης

Μεταφράσεις: ευφράδεια

ευφράδεια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
eloquence, fluency, volubility, sleekness, fluently

ευφράδεια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elocuencia, fluidez, la fluidez, fluidez de, fluidez en, de fluidez

ευφράδεια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eloquenz, Geläufigkeit, fließend, fluency, fließend verständigen, Gewandtheit

ευφράδεια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éloquence, aisance, maîtrise, fluidité, la maîtrise, maîtrise de

ευφράδεια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eloquenza, scioltezza, scorrevolezza, fluidità, padronanza, fluency

ευφράδεια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fluência, a fluência, da fluência, de fluência, fluidez

ευφράδεια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlotheid, spreekvaardigheid, vloeiend, vloeiendheid, fluency

ευφράδεια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
красноречивость, краснобай, краснобайство, красноречие, беглость, плавность, свободное владение, беглости, владение

ευφράδεια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
taleferdighet, flyt, flytende, flyten, språket så flytende

ευφράδεια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flyt, flytande, fluency, språkligt flyt, flytet

ευφράδεια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sujuvuus, sujuvuutta, sujuvuuden, sujuvasti, sujuva

ευφράδεια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fluency, flydende, regelmæssighed, talefærdighed, formuleringsevne

ευφράδεια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výmluvnost, plynulost, plynulosti, plynulost v, fluency

ευφράδεια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
swada, wymowa, elokwencja, oratorstwo, wymowność, płynność, biegłość, biegła znajomość, fluencja, fluency

ευφράδεια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ékesszólás, gördülékenység, Fluency, folyékonyan, Tökéletes nyelvtudás, folyékonyság

ευφράδεια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akıcılık, akıcılığı, akıcı konuşma, akıcılıkta, fluency

ευφράδεια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
красномовність, красномовство, побіжність, швидкість, вільність

ευφράδεια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrjedhshmëri, rrjedhshmëri e, Zotrimi, rrjedhshmërinë, rrjedhshëm

ευφράδεια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
красноречие, плавност, владеене, непринуденост, гладко, гладкост

ευφράδεια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бегласць, беглость

ευφράδεια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ilukõne, kõneosavus, sõnaosavus, soravalt, voolavus, ladususe, sujuvus

ευφράδεια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rječitost, tečnost, tečno znanje, fluentnost, lakoća, tečnosti

ευφράδεια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullrar, Fullt vald, tjáning, og tjáning

ευφράδεια στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
eloquentia

ευφράδεια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sklandumas, sklandumą, gerai mokėti, sklandumo, Tolygus

ευφράδεια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veiklība, plūdums, Laba, Valodas plūdums, nepārvalda

ευφράδεια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
флуентност, плавност, флуентноста, течност, течно

ευφράδεια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fluență, fluenta, fluența, fluenței, fluent

ευφράδεια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gladkost, tekoča, Tekoče znanje, Govorne spretnosti, Tekoče

ευφράδεια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výrečnosť, plynulosť, plynulosti, kontinuitu, kontinuita, nepretržitosť
Τυχαίες λέξεις