Διαφοροποιώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαφοροποιώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diferencie, diferente, diferenciar, diferenciam, diferenciação, distinguir, diferenciá
Διαφοροποιώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφοροποιώ

διαφοροποιώ συνώνυμο, διαφοροποιώ συνώνυμα, διαφοροποιώ στα αγγλικά, διαφοροποιώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαφοροποιώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαφορετικά στα πορτογαλικά - diferenciar, diferentemente, diferente, forma diferente, de forma diferente, maneira diferente
  • διαφορετικός στα πορτογαλικά - outro, diferença, diferente, diverso, diferentes, distinto
  • διαφυγή στα πορτογαλικά - fuga, escapar, de escape, de fuga, saída
  • διαφωνία στα πορτογαλικά - disputa, discussão, porfiar, argumentação, cambiar, câmbio, permutar, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφοροποιώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: diferencie, diferente, diferenciar, diferenciam, diferenciação, distinguir, diferenciá