Encerrar στα ελληνικά
Μετάφραση: encerrar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέλος, τερματισμός, ολόκληρος, τελειώνω, ολοκληρώνω, περατώνω, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- encarregado στα ελληνικά - τρυφερός, μαλακός, τένις, προσφορά, προσφοράς, διαγωνισμού, προσφορών, ...
- encerar στα ελληνικά - κερί, τρόπος, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
- encharcar στα ελληνικά - κατακλύζω, πλημμυρίζω, πλημμύρες, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, ...
- encher στα ελληνικά - γεμίζω, καταλαμβάνω, παίρνω, αύξηση, ανατέλλω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Encerrar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέλος, τερματισμός, ολόκληρος, τελειώνω, ολοκληρώνω, περατώνω, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Μεταφράσεις: τέλος, τερματισμός, ολόκληρος, τελειώνω, ολοκληρώνω, περατώνω, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής