Λέξη: εξιλεώνομαι
Σχετικές λέξεις: εξιλεώνομαι
εξιλεώνομαι σημασία
Συνώνυμα: εξιλεώνομαι
εξιλεώ, εξιλεώνω, εξιλέουμαι, εξαγνίζομαι
Μεταφράσεις: εξιλεώνομαι
εξιλεώνομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
atone
εξιλεώνομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
expiar, reparar, expiación, atone, redimir
εξιλεώνομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sühnen, büßen, zu sühnen, zu büßen, Sühne
εξιλεώνομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
expier, expiez, compenser, expient, expions, récompenser, racheter, réparer, expiation, pardonner
εξιλεώνομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
espiare, riparare, ammenda, fare ammenda, espiazione
εξιλεώνομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
satisfazer, expiar, reparar, expiação, atone, redimir
εξιλεώνομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzoenen, goedmaken, boeten, te boeten, verzoening doen
εξιλεώνομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заглаживать, загладить, возместить, возмещать, искупать, искупить, искупления, искупление
εξιλεώνομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sone, soning, gjøre soning, bøte, forsone
εξιλεώνομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sona, försona, gottgöra, atone, gott
εξιλεώνομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaduttaa, sovittamaan, sovittaa, sovittaakseen, sovitukseksi, sovituksen
εξιλεώνομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sone, bøde, at sone, forsone, afsone
εξιλεώνομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nahrazovat, odpykat, kompenzovat, odčinit, usmířil, pykat, usmířit, odčinil
εξιλεώνομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokutować, wyrównywać, rekompensować, odpokutować, atone, zadośćuczynić, odkupić, odpokutowania
εξιλεώνομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vezekel, engesztelést hozzon, kiengeszteljen, vezekelni, vezekeljen
εξιλεώνομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
telâfi etmek, kefaret, atone, telafi, telâfi
εξιλεώνομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викупати, загладити, загладжувати, відшкодовувати, зараз, спокутувати, викупити, надолужити, відкупити
εξιλεώνομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
laj gjynahet, shlyer, të shlyer, shlyerjen, shlyente
εξιλεώνομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
компенсирам, изглаждам, уреждам, изкупвам, направи умилостивение
εξιλεώνομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
загладзіць, адкупіць, выкупіць, акупіць, загладзіць цяжкі
εξιλεώνομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lunastama, lepitama, lepitada, lepitus, lunastada hinge, lepitamiseks
εξιλεώνομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okajati, popraviti, izmiriti, iskupiti, iskupiti se, atone
εξιλεώνομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
friðþægja, að friðþægja, sætta, mundi koma og friðþægja
εξιλεώνομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsimokėti, išpirkti, Atlyginti, atpirkti, gauti atleidimą
εξιλεώνομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izpirkt, izpirktu, veiktu salīdzināšanu, salīdzināšanu, veikt salīdzināšanu
εξιλεώνομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
искупи, atone, да atone
εξιλεώνομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ispăși, ispășească, ispășire, atone, a ispăși
εξιλεώνομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odkupil, spokoriti, pokoro, Iskupiti, spokorili
εξιλεώνομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odčiniť, napraviť, mi bol odpustený, odčinit
Τυχαίες λέξεις