Encorpado στα ελληνικά

Μετάφραση: encorpado, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνός, λίπος, χοντρός, χόνδρος, δεσμός, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ομολόγου
Encorpado στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • encontro στα ελληνικά - ενθαρρύνω, συναντώ, αναμέτρηση, συνάντηση, πληρούν, συνεδριάσεων, που πληρούν, ...
  • encorajar στα ελληνικά - διεγείρω, ενθάρρυνση, ενθαρρύνω, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, την ενθάρρυνση, να ενθαρρύνει
  • encosta στα ελληνικά - μεριά, πλαγιά, πλευρά, κατηφορίζω, λοφοπλαγιά, βαθμολογώ, γέρνω, ...
  • encostar στα ελληνικά - ακουμπώ, βοήθεια, γέρνω, υποστήριγμα, στήριγμα, άπαχος, συμπαράσταση, ...
Τυχαίες λέξεις
Encorpado στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνός, λίπος, χοντρός, χόνδρος, δεσμός, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ομολόγου