Λέξη: εξορία

Σχετικές λέξεις: εξορία

εξορία χούντα, εξορία αρχαία ελλάδα, εξορία του αδάμ, εξορία του θεμιστοκλή, εξορία ετυμολογία, εξορία ικαρία, εξορία στην ελλάδα, εξορία στην κορσική, εξορία μακαρίου, εξορία μακρόνησος

Συνώνυμα: εξορία

απέλαση, εκτόπιση

Μεταφράσεις: εξορία

εξορία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exile, banishment, deportation, exiled

εξορία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
expulsión, exilio, destierro, deportación, el exilio, exiliado, exiliarse

εξορία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
deportieren, deportation, ausweisen, ausweisung, Exil, Verbannung, Exils, dem Exil

εξορία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
proscrit, exilons, fugitif, émigration, exiler, déportation, exilez, expulsion, banni, bannissement, déporté, exilent, réfugié, émigré, exil, l'exil, exilé

εξορία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esilio, esule, espulsione, dell'esilio, l'esilio, all'esilio

εξορία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exilar, desenterrar, exílio, deportado, expulsão, exilado, o exílio, exile

εξορία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gedeporteerde, uitbannen, uitwijzing, verbannen, ballingschap, verbanning, de ballingschap, balling

εξορία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выгонять, эмигрантка, выслать, изгнанник, заслать, сослать, поселение, выстлать, ссыльный, эмигрант, поселенец, заточение, высылка, изгонять, засылать, ссылка, изгнание, изгнании, изгнания

εξορία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksil, landflyktighet, eksilet, fangenskap

εξορία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
exil, landsflykt, exilen, i exil

εξορία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maanpakolainen, karkotettu, karkotus, maanpako, maanpakolaisuus, ajaa maanpakoon, exile, maanpaossa, maanpakoon

εξορία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksil, landflygtighed, landsforvisning, eksilet

εξορία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
exulant, deportace, emigrace, vyhnanec, utečenec, emigrant, vypovězení, vyhnanství, exil, exilová, exilové

εξορία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
banicja, banita, uchodźstwo, zesłaniec, zesłanie, emigracja, zsyłka, wygnać, uchodźca, wygnaniec, obczyzna, tułactwo, wygnanie

εξορία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
számkivetés, száműzetés, száműzetésben, száműzetésbe, száműzetése, száműzetésben élő

εξορία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürgün, sürgüne, exile, sürgünde, sürgünü

εξορία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поете-емігранте, виганяти, засланий, заслати, посилання, лінк, заслання

εξορία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mërgim, mërguar, ekzil, mërgimi, internimi

εξορία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изгнание, заточение, плен, изгнанието

εξορία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спасылка, спасылка Калі

εξορία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pagendama, väljasaatmine, eksiil, pagendus, eksiilis, paguluses, eksiili, pagenduses

εξορία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izgnanstvo, izgonu, izgnanik, progonstvo, prognanik, egzil, egzilant

εξορία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útlegð, segja útlægur gjör, Útlegðin, útlægur gjör

εξορία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exsilium, exsul

εξορία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tremtinys, deportavimas, tremtis, ištrėmimas, ištremti, ištremtis

εξορία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trimda, trimdas, trimdā, izsūtījums, trimdinieks

εξορία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
егзил, прогонството, прогонство, егзилот, прогон

εξορία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exil, exilul, exilului, exilat

εξορία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
emigrant, izgnanstvo, izgnanec, izgnanstvu, izgnanstva, eksil

εξορία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
emigrant, exil, vyhnanstva, vyhnanstve, vyhnanstvo, zajatia, exile

Στατιστικά δημοτικότητας: εξορία

Τυχαίες λέξεις