Examinação στα ελληνικά
Μετάφραση: examinação, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξέταση, εξετάζω, διεργασία, εξέτασης, την εξέταση, εξετάσεως, εξετάσεις
Μεταφράσεις
- exame στα ελληνικά - δίκη, διερεύνηση, έρευνα, δοκιμασία, εξέταση, επιθεώρηση, ελέγχω, ...
- examinar στα ελληνικά - παράδειγμα, υπόδειγμα, εξετάζω, κοιτάξουν πέρα, κοιτάξουν πέρα από, να κοιτάξουν πέρα από, να κοιτάξουν πέρα, ...
- exceda στα ελληνικά - υπερβαίνω, ξεπερνώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
- excedente στα ελληνικά - πλεόνασμα, περίσσευμα, πλεονάσματος, πλεονασματική, πλεονάσματα, πλεονασμάτων
Τυχαίες λέξεις
Examinação στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξέταση, εξετάζω, διεργασία, εξέτασης, την εξέταση, εξετάσεως, εξετάσεις
Μεταφράσεις: εξέταση, εξετάζω, διεργασία, εξέτασης, την εξέταση, εξετάσεως, εξετάσεις