Farmácia στα ελληνικά

Μετάφραση: farmácia, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαρμακείο, φαρμακείου, φαρμακευτικής, φαρμακευτική, φαρμακείων
Farmácia στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • farinha στα ελληνικά - ανθίζω, αλεύρι, ακμάζω, κραδαίνω, ανθώ, αλεύρων, άλευρα, ...
  • farmacêutico στα ελληνικά - φαρμακοποιός, χημικός, φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής
  • farol στα ελληνικά - ελαφρώς, προβολέας, επιπόλαια, φάρος, φάρο, φάρο του, φάρου, ...
  • farpa στα ελληνικά - σκλήθρα, θραύσμα, αγκίδα, ακίδα, δοντιού, δόντι, barb, ...
Τυχαίες λέξεις
Farmácia στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαρμακείο, φαρμακείου, φαρμακευτικής, φαρμακευτική, φαρμακείων