Inaugurar στα ελληνικά

Μετάφραση: inaugurar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαινιάζω, ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ανοικτή, ανοικτό
Inaugurar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inalar στα ελληνικά - εισπνέω, εισπνέετε, εισπνέουν, εισπνεύσει, εισπνεύσουν
  • inale στα ελληνικά - εξογκώνω, φουσκώνω, εισπνέω, εισπνέετε, εισπνέουν, εισπνεύσει, εισπνεύσουν
  • incapacitar στα ελληνικά - αχρηστεύω, κάνω ανίκανο, κάμνω ανίκανο, την εξουδετέρωση, θέσουν σε ανικανότητα
  • incentivar στα ελληνικά - βρόμα, διεγείρω, βρομώ, βρομιά, ενθαρρύνω, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Inaugurar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαινιάζω, ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ανοικτή, ανοικτό