Λέξη: πολιτικός

Σχετικές λέξεις: πολιτικός

πολιτικός λόγος, πολιτικός γάμος, πολιτικός μηχανικός, πολιτικός χάρτης ευρώπης, πολιτικός μηχανικός εργασία, πολιτικός όρκος, πολιτικός χάρτης ελλάδας, πολιτικός πολιτισμός, πολιτικός χάρτης ασίας, πολιτικός χάρτης

Συνώνυμα: πολιτικός

αστικός, ευγενικός, ευγενής, εμφύλιος, έξυπνος, φρόνιμος, πολιτειακός

Μεταφράσεις: πολιτικός

πολιτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
politician, statesman, political, civil, civilian, a political

πολιτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
político, estadista, política, políticas, políticos

πολιτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
politiker, politikerin, politisch, politischen, politische, politischer, politisches

πολιτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
politicien, politique, politiques, politique de

πολιτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
politico, politica, politiche, politici

πολιτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
político, polido, política, políticas, políticos

πολιτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
politicus, staatsman, politiek, staatkundig, politieke, de politieke

πολιτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
массово-политический, политик, узкопартийный, деятель, государственный, подколенный, политический, политикан, политическая, политической, политическое, политического

πολιτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
politiker, politisk, politiske, den politiske

πολιτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
politiker, politisk, politiska, politiskt, den politiska, det politiska

πολιτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poliittinen, aatteellinen, poliitikko, poliittisen, poliittista, poliittisten, poliittisia

πολιτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
politisk, politiker, politiske, den politiske, det politiske

πολιτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
politik, politický, politické, politická, politickou, politického

πολιτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ustrojowy, polityczny, polityk, polityka, polityczna, polityczne, politycznej, politycznym

πολιτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
államférfi, politikus, politikai, a politikai

πολιτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
politikacı, siyasi, politik, siyasal, siyaset

πολιτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
діяч, розважливий, обдуманий, розсудливий, обміркований, обдумано, хитро, політична, політичне, політичну, політичний

πολιτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
politik, politikani, politike, politike e, politik i

πολιτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
политик, политически, политическа, политическата, политическо, политическия

πολιτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палітычная, палітычнае, палітычны

πολιτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poliitik, riigimees, poliitiline, poliitilise, poliitiliste, poliitilist, poliitilisi

πολιτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
političar, političkome, političkog, politički, državnik, političara, političke, politička, političko

πολιτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pólitísk, pólitíska, pólitískt, pólitískum, pólitískur

πολιτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
politikas, valstybininkas, politinis, politinė, politinės, politinių, politinio

πολιτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
valstsvīrs, politiķis, politisks, politiskā, politisko, politiskās, politiskais

πολιτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
политички, политичките, политичка, политичката, политичкиот

πολιτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
politic, politician, politică, politice, politica

πολιτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
politik, politična, politično, politične, politični, političnega

πολιτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
politický, politik, politického, politické, politiky, politickú

Στατιστικά δημοτικότητας: πολιτικός

Τυχαίες λέξεις