Λέξη: καταψύκτης
Σχετικές λέξεις: καταψύκτης
καταψύκτης beko, καταψύκτης μπαούλο aeg, καταψύκτης μπαούλο, καταψύκτης liebherr, καταψύκτης κάθετος, καταψύκτης μεταχειρισμένος, καταψύκτης μικρός, καταψύκτης 500 lt, καταψύκτης τιμή, καταψύκτης με συρτάρια
Συνώνυμα: καταψύκτης
ψυγείο, παγωτήρας, ψυκτικός θάλαμος
Μεταφράσεις: καταψύκτης
καταψύκτης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
freezer, deep freeze, freezer cabinet
καταψύκτης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
congelador, freezer, del congelador, el congelador
καταψύκτης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tiefkühltruhe, Gefrierfach, Gefrierschrank, Tiefkühltruhe, Gefrierkombination, Gefriertruhe
καταψύκτης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réfrigérateur, congélateur, glacière, congélation, compartiment congélation, avec compartiment congélation, freezer
καταψύκτης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
congelatore, freezer, reparto freezer, con reparto freezer, congelatore verticale
καταψύκτης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
freezer, congelador, com freezer, do congelador, frigorífico
καταψύκτης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vriesvak, vriezer, diepvriezer, vriescombinatie, diepvries
καταψύκτης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
холодильник, мороженица, морозильник, испаритель, морозилка, морозильная камера, морозильной камерой, морозильной
καταψύκτης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fryser, frys, fryseboks, fryseren, fryse
καταψύκτης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frys, frysen, och frys
καταψύκτης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakastin, ja pakastin, pakastimen, pakastimessa, pakastimeen
καταψύκτης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fryser, fryseren, fryseskab, frys
καταψύκτης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chladnička, mrazák, lednička, mraznička, mrazničkou, mrazákem, s mrazničkou
καταψύκτης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zamrażarka, zamrażalnia, chłodnia, zamrażalnik, zamrażarką, z zamrażarką, zamrażarki
καταψύκτης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fagyasztó, mélyhűtő, fagyasztóval, fagyasztóhajó
καταψύκτης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dondurucu, derin dondurucu, dondurma, freezer
καταψύκτης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випарник, морозильник, холодильник, морозилка, морозильна камера, зовнішній блок
καταψύκτης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
frigorifer, ngrirës, Frigoriferi, ngrirësit, frigorifer të
καταψύκτης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мотовилка, фризер, замръзител, фризера, хладилния, замразяване
καταψύκτης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маразілку, маразілкі, маразілцы, маразілкай, маразільніку
καταψύκτης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
külmik, külmuti, jäätisemasin, sügavkülmik, sügavkülm, jääkapiga, külmutuslaeva, külmutuslaevadelt
καταψύκτης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zamrzivač, ledenicom, zamrzivač u, zamrzivačem, zamrzivača
καταψύκτης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frystir, frystir í, frysti, áhöld, frystir í fullri stærð
καταψύκτης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šaldiklis, šaldiklio, šaldikliai, šaldytuvo
καταψύκτης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saldētava, saldētavas, saldētājkuģa, saldēšanas, saldētavu
καταψύκτης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
замрзнувач, фрижидер, замрзнувачот, замрзнување, фрижидерот
καταψύκτης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
congelator, congelatorului, congelare, frigorifice, de congelare
καταψύκτης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zamrzovalnik, zamrzovalni, zamrzovalna, zamrzovalnih, zamrzovalnega
καταψύκτης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mrazák, mraznička, mrazničku
Στατιστικά δημοτικότητας: καταψύκτης
Τυχαίες λέξεις