Incomparável στα ελληνικά
Μετάφραση: incomparável, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιόμορφος, μοναδικός, ενικός, ταίρι, απαράμιλλη, ασύγκριτη, μη συμφωνημένα, μη αντιστοιχισμένης
Μεταφράσεις
- inclusiva στα ελληνικά - εισόδημα, απολαβή, χωρίς αποκλεισμούς, αποκλεισμούς, inclusive, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένου
- incomodar στα ελληνικά - ενοχλούμαι, ενοχλώ, κωλυσιεργώ, κόπος, παρενοχλώ, παρακωλύω, σκοτίζομαι, ...
- incompleto στα ελληνικά - άβολος, ατελής, ελλιπή, ελλιπείς, ελλιπής, ατελή
- inconsciente στα ελληνικά - αναίσθητος, ασυνείδητος, ασυνείδητο, αισθήσεις του, ασυνείδητη
Τυχαίες λέξεις
Incomparável στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιόμορφος, μοναδικός, ενικός, ταίρι, απαράμιλλη, ασύγκριτη, μη συμφωνημένα, μη αντιστοιχισμένης
Μεταφράσεις: ιδιόμορφος, μοναδικός, ενικός, ταίρι, απαράμιλλη, ασύγκριτη, μη συμφωνημένα, μη αντιστοιχισμένης