Ενικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ενικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
único, excêntrico, ímpar, bizarro, esquisito, barroco, incomparável, estranho, singular, singulares, do singular, no singular
Ενικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενικός

ενικός στάθης, ενικός εκπομπές, ενικός εκπομπή, ενικός αριθμός κική δημουλά, ενικός αρναούτογλου, ενικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενθύμιο στα πορτογαλικά - lembrança, memento, recordação, lembrança do
  • ενιαίος στα πορτογαλικά - uniforme, farda, desenganche, desenganchar, fardamento, unido, Reino, ...
  • ενισχυτής στα πορτογαλικά - amplificador, amplificador de, do amplificador, amplifier, amplificadores
  • ενισχύω στα πορτογαλικά - esforçar, força, reforçar, dorso, fortificar, costas, amplificar, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: único, excêntrico, ímpar, bizarro, esquisito, barroco, incomparável, estranho, singular, singulares, do singular, no singular