Insinuação στα ελληνικά
Μετάφραση: insinuação, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνίγω, συντρίβω, υπαινιγμός, υπαινιγμό, υπονοούμενο, υπαινιγμού, τον υπαινιγμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- insignificante στα ελληνικά - υπαινίσσομαι, χώνομαι, ασήμαντος, ασήμαντη, ασήμαντο, ασήμαντες, αμελητέα
- insinuar στα ελληνικά - επιμένω, υπαινίσσομαι, χώνομαι, υπαινιχθεί, εντάσσεται διακριτικά, υπονοήσει, υπαινιχθεί το
- insinue στα ελληνικά - χώνομαι, υπαινίσσομαι, επιμένω, συνεπάγονται, συνεπάγεται, υποδηλώνουν, σημαίνει, ...
- insistir στα ελληνικά - αϋπνία, επιμένω, επιμένουν, επιμείνει, επιμείνουμε, επιμένουμε
Τυχαίες λέξεις
Insinuação στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνίγω, συντρίβω, υπαινιγμός, υπαινιγμό, υπονοούμενο, υπαινιγμού, τον υπαινιγμό
Μεταφράσεις: πνίγω, συντρίβω, υπαινιγμός, υπαινιγμό, υπονοούμενο, υπαινιγμού, τον υπαινιγμό