Λέξη: κλάδος

Σχετικές λέξεις: κλάδος

κλάδος τροφίμων και ποτών 2013, κλάδος τροφίμων και ποτών, κλάδος κατασκευών, κλάδος τροφίμων, κλάδος εστίασης, κλάδος που μελετά τη φύση των τροφίμων, κλάδος ιχθυοκαλλιέργειας, κλάδος μετάφραση αγγλικά, κλάδος εξελικτικής ψυχολογίας, κλάδος γαλακτοκομικών

Συνώνυμα: κλάδος

κλώνος δένδρου, προεξοχή, υποκατάστημα, διακλάδωση, παρακλάδι, βλαστός, τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, νόμος

Μεταφράσεις: κλάδος

κλάδος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
branch, industry, sector, industry is, sector is

κλάδος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
brazo, ramo, bifurcarse, ramificarse, sucursal, filial, rama, ramificación, rama de, la rama

κλάδος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
niederlassung, verzweigung, zweigniederlassung, verzweigen, zweig, ausläufer, kontor, filiale, abteilung, branche, ast, springen, Niederlassung, Ast, Zweig, Filiale, Zweigniederlassung

κλάδος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
saut, embranchement, ramifier, brancher, filiale, rameau, ramification, branchement, succursale, bifurquer, section, spécialité, rejeton, bras, agence, épaule, branche, Direction générale, la branche

κλάδος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frasca, ramo, succursale, branca, filiale, ramo di

κλάδος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sucursal, ramo, galho, filial, ramificação

κλάδος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aftakking, depot, tak, filiaal, afdeling, bijkantoor, branche

κλάδος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расширяться, служба, подразделение, филиал, переходить, ответвление, ветвь, дисциплина, рукав, ответвиться, отделение, сук, подраздел, отдел, ветка, отросток, филиала, отрасль

κλάδος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
filial, gren, grein, grenen, avdelings, avslaget

κλάδος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
filial, gren, grenen, filialen, förgrena

κλάδος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haaraliike, ala, haarautua, haarukka, haarakonttori, erkaantua, sivuliike, haara, oksa, poiketa, branch, sivuliikkeen, sivukonttori

κλάδος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gren, afdeling, filial, branchen, branche

κλάδος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
filiálka, odskok, sekce, rozvětvovat, odvětví, větev, rozvětvení, obor, pobočka, rameno, odbočka, rozvětvit, pobočky

κλάδος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozgałęziać, dział, oddział, ramię, branża, filia, gałąź, konar, rozwidlać, ekspozytura, odgałęziać, ajencja, odnoga, latorośl, gałązka, rozchodzić, odgałęzienie, gałęzi

κλάδος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ág, ága, fióktelep, ágazati, ágazat

κλάδος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şube, dal, Branch, dalı, şubesi

κλάδος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
галузь, віта, рукав, філія, вітка, філіал, філію, филиал, філії

κλάδος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
degë, dega, degës, dega e, degë e

κλάδος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клон, отрасъл, филиал, клона

κλάδος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галiна, рука, філіял, філія

κλάδος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hargnema, haru, oks, filiaal, filiaali, osakond

κλάδος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grananje, granati, faza, granu, grane, grana, ogranak, podružnica, poslovnica

κλάδος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kvistur, kvísl, hrísla, grein, útibú, útibúið, greinin

κλάδος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
stipes

κλάδος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skyrius, šaka, filialas, filialo, padalinys

κλάδος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zars, filiāle, nozare, filiāli

κλάδος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
филијали, гранка, филијала, филијалата, огранок

κλάδος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ramură, sucursală, ramura, sucursale, sucursala

κλάδος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veja, podružnica, podružnice, branch, panoge

κλάδος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pobočka, vetva, vetvu, branch, konár

Στατιστικά δημοτικότητας: κλάδος

Τυχαίες λέξεις