Jura στα ελληνικά
Μετάφραση: jura, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- junto στα ελληνικά - προσκείμενος, διπλανός, κοντά, μαζί, αποπνιχτικός, κοντινός, κόπος, ...
- junção στα ελληνικά - άρθρωση, διασταύρωση, γόμφος, αστείο, σύνδεσμος, κοψίδι, κοινός, ...
- juramento στα ελληνικά - όρκος, βρόμη, βρώμη, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
- jurar στα ελληνικά - ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Τυχαίες λέξεις
Jura στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
Μεταφράσεις: όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο