Loureiro στα ελληνικά

Μετάφραση: loureiro, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νόμος, δάφνη, Laurel, δάφνης, δάφνινο, Λόρελ
Loureiro στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • louco στα ελληνικά - μανιακός, περιοδικό, κουζουλός, άρρωστος, τρελούτσικος, θυμωμένος, λωλός, ...
  • loucura στα ελληνικά - τρέλα, τρέλλα, παραφροσύνη, τρέλας, την τρέλα
  • louro στα ελληνικά - ξανθός, κόλπος, κόλπο, κόλπου, όρμο, όρμου
  • louvar στα ελληνικά - γαρίδα, έπαινος, χειροκροτώ, κροτώ, επευφημώ, εκθειάζω, έπαινο, ...
Τυχαίες λέξεις
Loureiro στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νόμος, δάφνη, Laurel, δάφνης, δάφνινο, Λόρελ