Obstruir στα ελληνικά

Μετάφραση: obstruir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκτώ, παρακωλύω, προμηθεύομαι, κωλυσιεργώ, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Obstruir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • observação στα ελληνικά - παρατηρώ, παρατηρητικότητα, αξιοσημείωτος, πίνακας, σχολιάζω, τηρώ, σχόλιο, ...
  • obstinado στα ελληνικά - πεισματάρης, πεισμωμένος, ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, επίμονη, πεισματική, πεισματικά
  • obstrução στα ελληνικά - τσόκαρο, βουλώνω, εμπόδιο, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης, παρακώλυση
  • obstáculo στα ελληνικά - παρακωλύω, κωλυσιεργώ, στένωση, παρακώλυση, εμπόδιο, εμποδίου, εμπόδια, ...
Τυχαίες λέξεις
Obstruir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκτώ, παρακωλύω, προμηθεύομαι, κωλυσιεργώ, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες