Λέξη: σελίδα

Σχετικές λέξεις: σελίδα

σελίδα του νέου taxisnet, σελίδα ενημέρωσης αποφυγής ελεγκτών εισιτηρίων, σελίδα εφορίας, σελίδα δημιουργίας η οικογένειά μου, σελίδα ή ομάδα στο facebook, σελίδα στο twitter, σελίδα facebook, σελίδα ζωής μαραγκόζη χριστίνα στιχοι, σελίδα ογα, σελίδα στο facebook, αρχική σελίδα, αρχική σελίδα google

Συνώνυμα: σελίδα

σελιδοποίηση, παις υπηρέτης

Μεταφράσεις: σελίδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
page, agencies, page of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
paje, página, plana, botones, la página, página de, La página de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
page, buchseite, blatt, auslagern, seite, seitenweise, hotelpage, Seite, Seiten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
paginer, bulletin, appeler, feuille, côté, page, feuillet, la page, Cette page
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
paggio, pagina, valletto, lato, La pagina, pagina è, page, pagina di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lauda, página, pá, página de, principal, a página, page
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boer, bladzijde, pagina, page, pagina is, deze pagina
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мальчик-слуга, казачок, прислуживать, паж, страница, страницы, страницу, стр, странице
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
side, siden, side om, nettstedet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sida, sidan, webbplatsen, sida om
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liuska, sivu, sivulla, sivun, sivua, sivulta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
side, siden, side kan
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strana, stránka, Page, stránky, stránku
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
paź, pagina, goniec, stronica, przyzywać, strona, kartka, Page, stronę, strony, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
apród, kisinas, oldal, az oldal, oldalon, oldalt, az oldalon
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sayfa, sayfası, sayfayı, sayfasında, sayfamızda
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
паж, сторінка, визивати, викликати, прислужувати, сторінку, страница
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
faqe, Faqja, Faqja e, Shpërndaj Faqja, Shpërndaj Faqja e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
страница, страницата, стр, на страница, на страницата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
клiкаць, старонка, дадому
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lehekülg, leht, lk, lehte, lehele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stranica, paž, stranice, stranicu, poštom, stranicu s drugima, str
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blaðsíða, síðu, síðu í, síðuna, síðu í tölvupósti, síða
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
puslapis, puslapį, puslapiu, puslapio, puslapyje
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lappuse, lapu, lapa, lapas, lpp
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
страницата, страница, страната, страна, на страница
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pagină, pagina, start, de start
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
list, stránka, stran, page, strani, stran s, str
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
list, strana, stránka, aktuálna strana, str, stranu

Στατιστικά δημοτικότητας: σελίδα

Τυχαίες λέξεις