Penúria στα ελληνικά

Μετάφραση: penúria, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλλειψη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις
Penúria στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • penugem στα ελληνικά - πούπουλο, κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
  • península στα ελληνικά - χερσόνησος, χερσόνησο, χερσονήσου, χερσόνησο της, χερσόνησο του
  • pequeno στα ελληνικά - υποκοριστικός, πάταγος, μένω, ελάσσων, τοσοδούλης, μετριόφρων, σαματάς, ...
  • pequim στα ελληνικά - πύελος, Πεκίνο, Πεκίνου, κινέζικο, του Πεκίνου, Peking
Τυχαίες λέξεις
Penúria στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλλειψη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις