Λέξη: νόμιζα

Σχετικές λέξεις: νόμιζα

νόμιζα ανδρέας τσουκαλάς lyrics, νόμιζα (σ' αγαπώ) - τσουκαλάς ανδρέας, νόμιζα πως ήταν φίλοι νίκος μακρόπουλος lyrics, νόμιζα πως είχα χαθεί, νόμιζα πωσ τέτοιεσ αγάπεσ, νόμιζα πως ήταν φίλοι νίκος μακρόπουλος στιχοι, νόμιζα ανδρέας τσουκαλάς στιχοι, νόμιζα - ανδρέας τσουκαλάς, νόμιζα - ανδρέας τσουκαλάς-official vclip / νόμιζα - ανδρέας τσουκαλάς

Μεταφράσεις: νόμιζα

νόμιζα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thought, I thought, I thought I, you thought, thought I

νόμιζα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
concepto, pensamiento, reflexión, noción, idea, pensado, pensó, pensaba, pensado en

νόμιζα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gedacht, nachdenken, mitdenken, glauben, meinung, stellungnahme, ansicht, idee, denken, denkweise, anschauung, gedanke, meinen, Denken, Gedanke, dachte

νόμιζα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pensé, intention, délibération, avis, pensâmes, pensai, opinion, pensa, pensée, méditation, pensèrent, idée, pensées, considération, cru, pensait, la pensée

νόμιζα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pensiero, concetto, idea, pensato, pensato che, pensò, pensava

νόμιζα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
embora, pensamento, parecer, opinião, pensado, pensou, pensei, pensava

νόμιζα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
benul, begrip, zin, advies, opinie, voorstelling, oordeel, idee, visie, dunk, mening, denkbeeld, gedachte, dacht, dacht dat, vonden, gedacht

νόμιζα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
намерение, дума, взгляд, опечалиться, забота, мнение, помышление, мышление, внимание, воззрение, идея, мысль, раздумье, размышление, помысел, думка, думал, подумал, думали

νόμιζα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tanke, idé, trodde, tenkte, tenkt, om, syntes

νόμιζα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
idé, tanke, tänkte, trodde, tyckte, trodde att, tänkt

νόμιζα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
idea, tuuma, lausunto, ajatus, kaavailu, luulo, mietti, tuumasi, käsitys, miete, aate, aatos, ajatteleminen, mielipide, Vaikka, ajatellut, ajatteli, ajattelin

νόμιζα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tanke, troede, tænkte, syntes, trøde

νόμιζα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přemýšlení, nápad, myšlení, úvaha, myšlenka, představa, myslel, mysleli

νόμιζα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mniemanie, rozważanie, namysł, myśl, zwornik, myśleć, zastanowienie, że, pomyślał, uważało

νόμιζα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gondolat, meggondolás, gondolkodás, gondolta, gondoltam, hittem

νόμιζα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tahmin, düşünce, fikir, sanı, düşündüm, düşüncelerini, düşünmüş, düşünülmektedir

νόμιζα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
увага, піклування, увагу, думка, думку, ідея

νόμιζα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mendim, ide, menduar, mendohet, mendonin, mendonte

νόμιζα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
идея, мнение, мисъл, помисли, мислех, помисли си

νόμιζα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
думка, думку, мысль, ідэя

νόμιζα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõte, arvasin, mõelnud, arvasid

νόμιζα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomislila, sjećanje, mislio, osmišljenog, misli, misao, mislili, pomislio

νόμιζα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugsun, hélt, talið, hélt að, hugsaði

νόμιζα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sententia

νόμιζα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuomonė, pažiūra, idėja, mintis, maniau, manė, manoma

νόμιζα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
domas, uzskats, viedoklis, priekšstats, doma, domāju, domāja

νόμιζα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
идеја, мислев, мисла, мислеше, помислив, мислеа

νόμιζα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
idee, opinie, gândire, gând, crezut, gândit, gandit

νόμιζα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Mislila, mislil, mislili, pomislil

νόμιζα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
myšlienka, myslel, myšlienku, nápad, idea
Τυχαίες λέξεις