Λέξη: νωρίς

Σχετικές λέξεις: νωρίς

έφυγεσ νωρίσ, νωρίς ημισκούμπρια, νωρίσ ρέμοσ, ξυπνάς νωρίς, νωρίς γαλλικά, νωρίς ημισκούμπρια στίχοι, νωρίς στα ιταλικα, νωρίσ ρέμοσ στίχοι, νωρίς στα γαλλικά

Συνώνυμα: νωρίς

σύντομα, γρήγορα, ταχέως, ενωρίς, προσεχώς, από νωρίς

Μεταφράσεις: νωρίς

νωρίς στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
early, soon, early in, early on, the early

νωρίς στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
temprano, pronto, temprana, principios de, precoz

νωρίς στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zeitig, baldig, dürr, früh, frühzeitig, frühen, Anfang

νωρίς στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
précoce, primitif, anticipé, prématuré, matinal, hâtif, tôt, début, début de, au début

νωρίς στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mattiniero, presto, precoce, primi, primo, inizi

νωρίς στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
precoce, ouvido, orelha, cedo, prematuro, início, início de, inicial

νωρίς στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vroegtijdig, pril, vroeg, vroege, begin, begin van

νωρίς στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
досрочный, преждевременно, ранний, преждевременный, скороспелый, рано, начале, раннего, в начале, раннее

νωρίς στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tidlig, begynnelsen, begynnelsen av, tidlig i, tidlige

νωρίς στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tidig, tidigt, början, början av, tidiga

νωρίς στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varhain, varhainen, aikaisin, aikainen, alussa, varhaisessa

νωρίς στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tidlig, tidligt, begyndelsen, begyndelsen af, tidlige

νωρίς στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předčasný, raný, časný, včasný, brzy, časně, včasného, včasné, rané

νωρίς στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wczesny, wczesnochrześcijański, przedwcześnie, rychły, dawny, wcześnie, przedwczesny, ranny, na początku, wczesnego

νωρίς στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korán, korai, elején, kora, a korai

νωρίς στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
erken, ir, ilk, başlarında, başında, erken bir

νωρίς στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ранній, рано, зарано

νωρίς στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
herët, shpejt, në fillim, fillim, fillim të, hershme

νωρίς στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ранен, рано, началото на, ранно, ранна

νωρίς στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рана, раней, рано

νωρίς στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varane, ammune, varajane, varakult, vara, alguses

νωρίς στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rano, ranog, daljinsko, raniji, brzo, početkom, rani, ranije, ranim

νωρίς στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árla, snemma, snemma á, byrjun, snemmt, fljótt

νωρίς στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mane

νωρίς στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anksti, pradžioje, anksčiau, ankstyvo, ankstyvas

νωρίς στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
agri, agrs, sākumā, agrīnās, agrīnā, agrīna

νωρίς στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рано, на почетокот, почетокот, почетокот на, рана

νωρίς στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
devreme, timpuriu, timpurie, precoce, începutul anului

νωρίς στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brzd, časna, zgodaj, zgodnji, predčasno, zgodnje, zgodnjega

νωρίς στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skoro, skorý, časný, čoskoro, rýchlo, onedlho

Στατιστικά δημοτικότητας: νωρίς

Τυχαίες λέξεις