Permanecer στα ελληνικά
Μετάφραση: permanecer, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προχωρώ, κρατώ, υπόλοιπος, συνεχίζω, μένω, κατάλοιπο, προβαίνω, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, εξέδρα, παραμένω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι, κατακρατώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- perito στα ελληνικά - λήγω, επιδέξιος, ικανός, καλός, προχωρημένος, επιτήδειος, ειδικός, ...
- perjurar στα ελληνικά - μόνιμος, επιορκώ, ψευδορκώ
- permanente στα ελληνικά - άδεια, συνεχής, μόνιμος, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκείας, διαρκής, ...
- permanência στα ελληνικά - διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Τυχαίες λέξεις
Permanecer στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προχωρώ, κρατώ, υπόλοιπος, συνεχίζω, μένω, κατάλοιπο, προβαίνω, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, εξέδρα, παραμένω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι, κατακρατώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Μεταφράσεις: προχωρώ, κρατώ, υπόλοιπος, συνεχίζω, μένω, κατάλοιπο, προβαίνω, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, εξέδρα, παραμένω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι, κατακρατώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει