Λέξη: ξαφνικός

Σχετικές λέξεις: ξαφνικός

ξαφνικός πόνος στο γόνατο, ξαφνικός πυρετός, ξαφνικός πονοκέφαλος, ξαφνικός πειρασμός (1988), ξαφνικός βήχας, ξαφνικός πόνος στη μέση, ξαφνικός πόνος στο στομάχι

Συνώνυμα: ξαφνικός

αιφνίδιος, εξαφνικός

Μεταφράσεις: ξαφνικός

ξαφνικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sudden, suddenly

ξαφνικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
repentino, brusco, arrebatado, súbito, repentina, súbita, repente

ξαφνικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jäh, unvermittelt, plötzliche, plötzlich, plötzlichen, plötzlicher, plötzliches

ξαφνικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soudain, subit, brusque, soudaine, coup, subite

ξαφνικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
repentino, subitaneo, improvviso, improvvisa, all'improvviso, improvvisi

ξαφνικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
brusco, repentino, súbito, sudão, súbita, repentina, repente

ξαφνικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plotseling, plots, plotselinge, plotse, ineens

ξαφνικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неожиданный, непредсказуемый, крутой, скоропостижный, поспешный, стремительный, внезапный, внезапно, вдруг, внезапное, внезапная

ξαφνικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brå, plutselig, plutselige, brått

ξαφνικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plötslig, plötsliga, plötsligt

ξαφνικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äkkinäinen, yllättävä, äkillinen, äkillisen, äkillisesti, äkillisiä, äkillistä

ξαφνικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pludselig, pludselige, pludseligt, brat

ξαφνικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kvapný, náhlý, nenadálý, náhle, neočekávaný, náhlé, náhlá, náhlému, náhlého

ξαφνικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nagły, raptowny, gwałtowny, nagle, nagłe, nagła

ξαφνικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hirtelen, a hirtelen, váratlan, gyors

ξαφνικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birdenbire, ani, aniden, ani bir, birden

ξαφνικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
раптовий, крутий, раптово, раптом, несподівано, зненацька, що раптово

ξαφνικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
befasishëm, i papritur, papritur, e papritur, të papritur, papritmas

ξαφνικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
внезапен, внезапно, внезапна, изведнъж, внезапното

ξαφνικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раптам, раптоўна, нечакана, знянацку, зьнянацку

ξαφνικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äkiline, järsk, ootamatu, järsku, äkilise

ξαφνικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nenadan, iznenada, neočekivan, najednom, iznenadan, naglo, nagli, iznenadna

ξαφνικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skyndileg, skyndilega, einu, skyndilegur, skyndilegum

ξαφνικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
subitus, repens

ξαφνικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
netikėtas, staigus, staiga, staigaus, staigi, staigios

ξαφνικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pēkšņs, pēkšņi, pēkšņa, pēkšņas, pēkšņu

ξαφνικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ненадејна, одеднаш, ненадејно, ненадеен, ненадејни

ξαφνικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bruse, brusc, bruscă, brusca, subită, subita

ξαφνικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nenaden, nenadna, nenadno, nenadne, nenadnega

ξαφνικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
znenazdajky, náhly, nepredvídaný, náhle, prudký, akútny, náhlemu

Στατιστικά δημοτικότητας: ξαφνικός

Τυχαίες λέξεις