Λέξη: ξαφνικά

Σχετικές λέξεις: ξαφνικά

ξαφνικά με θέλεις στη ζωή σου, ξαφνικά 30, ξαφνικά στίχοι, ξαφνικά επίρρημα, ξαφνικά όλα αλλάζουν κι αρχίζω να θυμάμαι ξανά, ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, ξαφνικά καραφωτης στίχοι, ξαφνικά όλα αλλάζουν, ξαφνικά με αγαπάς, ξαφνικά καραφώτης, έτσι ξαφνικά

Συνώνυμα: ξαφνικά

αιφνίδια, αίφνης, έξαφνα

Μεταφράσεις: ξαφνικά

ξαφνικά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suddenly, sudden, a sudden, all of a sudden, of a sudden

ξαφνικά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
de repente, de pronto, repente, pronto, repentinamente

ξαφνικά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchweicht, plötzliche, plötzlich, einmal, auf einmal, sich plötzlich, unversehens

ξαφνικά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ensemble, soubresaut, brusquement, soudain, soudainement, subitement, tout à coup

ξαφνικά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
improvvisamente, all'improvviso, tratto, un tratto, colpo

ξαφνικά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
subitamente, repentino, de repente, repentinamente, repente

ξαφνικά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opeens, ineens, plotseling, plots, eensklaps

ξαφνικά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неожиданно, внезапно, скоропостижно, круто, вдруг

ξαφνικά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plutselig, brått, med ett

ξαφνικά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plötsligt, helt plötsligt

ξαφνικά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äkisti, yllättäen, yhtäkkiä, äkkiä, äkillisesti

ξαφνικά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pludseligt, pludselig

ξαφνικά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náhle, najednou, se náhle, se najednou, znenadání

ξαφνικά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
znienacka, nagle, naraz, raptem, wtem, się nagle, gwałtownie, nieoczekiwanie

ξαφνικά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hirtelen, váratlanul, egyszerre, egyszer

ξαφνικά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birden, aniden, birdenbire, anda, bir anda

ξαφνικά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
круто, несподівано, зненацька, раптом, вдруге, раптово

ξαφνικά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
papritmas, befas, papritur, menjëherë, papritmas u

ξαφνικά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
внезапно, изведнъж, изведнъж се, неочаквано, внезапно се

ξαφνικά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раптам

ξαφνικά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äkki, äkiliselt, järsku, ootamatult, äkitselt, järsult

ξαφνικά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odjednom, iznenada, nenadano, najednom, naglo, se iznenada, je iznenada

ξαφνικά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skyndilega, allt í einu, einu, í einu, skyndilega að

ξαφνικά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
repente, subito

ξαφνικά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
staiga, netikėtai, staigiai

ξαφνικά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pēkšņi, piepeši, strauji

ξαφνικά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одеднаш, ненадејно, наеднаш, одеднаш се, одненадеж

ξαφνικά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dedat, brusc, deodată

ξαφνικά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nenadoma, naenkrat, je nenadoma, nenadno, kar naenkrat

ξαφνικά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odrazu, náhle, zrazu, naraz, súčasne

Στατιστικά δημοτικότητας: ξαφνικά

Τυχαίες λέξεις