Petrificar στα ελληνικά
Μετάφραση: petrificar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βενζίνη, απολιθώ, σκληρύνω, απολιθώνω, απολιθώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- petição στα ελληνικά - παράκληση, ζητώ, παρακαλώ, αναφορά, αίτηση, αναφοράς, την αναφορά, ...
- petrificado στα ελληνικά - απολίθωμα, απολιθωμένο, απολιθωμένα, απολιθωμένου, απολιθωμένων, απολιθωμένους
- petróleo στα ελληνικά - χονδροειδής, ωμός, φάση, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, ...
- peão στα ελληνικά - πεζός, πιόνι, πιονιού, ενέχυρο, το πιόνι, παίγνιο
Τυχαίες λέξεις
Petrificar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βενζίνη, απολιθώ, σκληρύνω, απολιθώνω, απολιθώσει
Μεταφράσεις: βενζίνη, απολιθώ, σκληρύνω, απολιθώνω, απολιθώσει