Λέξη: εκδίδω

Σχετικές λέξεις: εκδίδω

εκδίδω τιμολόγιο μετάφραση, εκδίδω συνώνυμο, εκδίδω στα αγγλικά, εκδίδω προστακτική, εκδίδω αόριστος, εκδίδω ρήμα, εκδίδω κλίση, εκδίδω λεξικό, εκδίδω τιμολόγιο, εκδίδω παρακείμενος

Συνώνυμα: εκδίδω

συντάσσω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ, δημοσιεύω

Μεταφράσεις: εκδίδω

εκδίδω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
edit, publish, I publish

εκδίδω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
editar, redactar, edición, de edición, edit, en Editar

εκδίδω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
edieren, redigieren, editieren, bearbeiten, Bearbeitungs, edit, bearbeitet

εκδίδω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éditons, modifier, éditer, éditent, dépenser, rédiger, éditez, livrer, monter, émettre, Modifier, Modifier le, édition, edit

εκδίδω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compilare, modifica, modificare, Edit, di modifica, completa

εκδίδω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
edite, edimburgo, editar, edição, de edição, em Editar

εκδίδω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opstellen, opmaken, stileren, redigeren, uitgeven, bewerken, wijzigen, Bewerk, Wijzig

εκδίδω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
издать, монтировать, выдать, отредактировать, редактировать, править, Edit, редактирования, Правка

εκδίδω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
redigere, redigerings, edit, Rediger, på Rediger

εκδίδω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
redigera, Edit, redigerings, på Redigera

εκδίδω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimittaa, muokata, muokkaa, Edit

εκδίδω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
edit, redigere, Rediger, Redigér, på Rediger

εκδίδω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vydat, redigovat, upravovat, vydávat, editovat, upravit překlad, upravit, Edit, Úpravy

εκδίδω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
adiustować, zmodyfikować, zmieniać, modyfikować, edytować, wydawać, montować, redagować, zredagować, edytuj, edit, edycja, edycji

εκδίδω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerkesztés, Szerkeszt, a Szerkesztés, szerkesztése

εκδίδω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzenlemek, Düzenle, düzenleme, Düzen, değiştir

εκδίδω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
редагувати, монтувати, редагування, монтаж

εκδίδω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
redaktoj, ndrysho, edit, redaktoni

εκδίδω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
редактирам, редактиране, Редактиране на, Edit, Редакция на

εκδίδω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падымаццa, рэдагаваць

εκδίδω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
toimetama, redigeerima, muuta, redigeeri, redigeerida, uuenda

εκδίδω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
editiranje, srediti, obradi, izdavati, prirediti, obrada, urediti, uredi, uređivanje, Edit, uređivati, Uredite

εκδίδω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
breyta, Edit, Breyttu, tengilinn, breytt

εκδίδω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
redaguoti, taisyti, Edit, Keisti

εκδίδω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rediģēt, labot, Edit, rediģēšana, rediģēšanas

εκδίδω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уредување, уреди, Измени, Edit, уредување на

εκδίδω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
edita, Editeaza, editare, edit, editați

εκδίδω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
edit, uredi, urejanje, Uredite

εκδίδω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
editovať, upraviť, Editovať Reklama, Úprava, upravovať
Τυχαίες λέξεις