Predispor στα ελληνικά
Μετάφραση: predispor, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προηγούμαι, επικρατώ, υπερισχύω, προιδεάζω, προδιαθέτω
Μεταφράσεις
- predeterminar στα ελληνικά - προλέγω, προβλέπω, προαποφασίζω, προδιαθέτω, προκαθορίζουν, προκαθορίζει, να προκαθορίζουν
- predicado στα ελληνικά - κτήμα, ποιότητα, σπίτι, περιουσία, ακίνητο, κατηγορούμενο, κατηγόρημα, ...
- predizer στα ελληνικά - προλέγω, προβλέπω, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουμε, προβλέψει, να προβλέψει
- predominar στα ελληνικά - υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχούν, επικρατούν, υπερισχύουν, κυριαρχούν οι, κυριαρχεί
Τυχαίες λέξεις
Predispor στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προηγούμαι, επικρατώ, υπερισχύω, προιδεάζω, προδιαθέτω
Μεταφράσεις: προηγούμαι, επικρατώ, υπερισχύω, προιδεάζω, προδιαθέτω