Λέξη: δανείζω

Σχετικές λέξεις: δανείζω

δανείζω english, δανείζω ετυμολογία, δανείζω βικιλεξικο, δανείζω χρήματα, δανείζω ρήμα, ονειροκρίτης δανείζω, δανείζω αγγλικά, δανείζω δανείζεις δανείζει, δανείζω συνώνυμο, εγώ δανείζω

Συνώνυμα: δανείζω

δίδω

Μεταφράσεις: δανείζω

δανείζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lend, lend it, lend it to, I loan, that I loan

δανείζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prestar, dar, prestan, prestarle, echar

δανείζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
borgen, leihen, verleihen, geben, eignen, zu verleihen

δανείζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prêtez, ajouter, prêtons, fournir, impartir, emprunter, administrer, prêter, conférer, accorder, prêtent, donner, apporter, prêter de, prête

δανείζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imprestare, prestare, dare, prestano, prestito, presta

δανείζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emprestar, empreste, limonada, dar, emprestam, prestam, prestar

δανείζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitlenen, voorschieten, lenen, geven, verlenen, te lenen

δανείζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ссужать, одолжить, придавать, оказывать, одалживать, предоставлять, окрылить, окрылять, давать, ссудить, желать, сообщать, кредитовать, протянуть

δανείζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
låne ut, låne, egner, låner, å låne

δανείζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
låna, låna ut, ge, lånar, lämpar

δανείζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lainata, antaa, tuoda, vipata, lainaa, lainaavat, lainaamaan

δανείζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
låne, give, udlåne, yde, egner

δανείζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dodávat, podat, udělit, zapůjčit, věnovat, poskytnout, půjčit, půjčovat, půjčují, zapůjčení

δανείζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
udzielać, dodawać, pożyczyć, wypożyczać, użyczać, pożyczać, użyczyć, nadają

δανείζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kölcsönöz, kölcsön, hitelezni, kölcsönöznek, hitelezési

δανείζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ödünç vermek, vermek, ödünç, borç, katmaktadır

δανείζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лемур, давати, надавати, даватиме, даватимуть

δανείζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
huaj, jap, jep, japin hua, hua, të japë

δανείζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заемаш, назаем, отпускат заеми, кредитират, поддават

δανείζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даваць

δανείζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laenama, andma, ulatama, laenata, laenu, anda, laenavad

δανείζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posuditi, pozajmiti, pružiti, daju, posuđuju, posuđivati

δανείζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lána, að lána, lánað

δανείζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skolinti, paskolinti, suteikti, teikti, skolina

δανείζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizņemties, aizdot, sniegt, aizdod, aizdevumus, piešķirtu

δανείζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
позајмуваат, позајми, услужите, дадат, даваат

δανείζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
împrumuta, da, împrumute, imprumuta, acorda

δανείζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posoditi, posojati, posojajo, izposojeno, posojala

δανείζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
požičať, půjčit
Τυχαίες λέξεις