Λέξη: νύχι

Σχετικές λέξεις: νύχι

νύχι νύχι εύοσμος, νύχι ονειροκρίτης, νύχι του αετού, νύχι νύχι, νύχι στο κρέας, νύχι νύχι θεσσαλονίκη, νύχι της γάτας, νύχι νύχι ρόδος, νύχι στο κρέας θεραπεια, νύχι νύχι αθήνα

Συνώνυμα: νύχι

καρφί, ήλος, πρόκα

Μεταφράσεις: νύχι

νύχι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nail, talon, finger nail, claw, fingernail, the nail

νύχι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
uña, clavar, garra, clavo, uñas, de uñas, del clavo

νύχι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kralle, schlagen, verhaften, nagel, festnageln, festnehmen, abriss, nageln, annageln, hauen, Nagel, Nagels, nail

νύχι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
griffe, appréhender, saisir, ongle, clou, river, serre, clouer, caboche, empoigner, enclouer, fixer, attraper, ongles, vernis, vernis à

νύχι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inchiodare, unghia, chiodo, unghie, del chiodo, nail

νύχι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prego, mito, cravo, unha, pregar, cravar, do prego, ungueal, de prego

νύχι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
draadnagel, klauw, nagelen, nagel, spijkeren, spijker, nail, namen, nagels

νύχι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
переколачивать, переколотить, вколачивать, приколачивать, заколачивать, талон, забивать, ноготь, коготь, приколотить, забить, гвоздь, прибивать, ногтей, ногтя, лак для

νύχι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spiker, nagle, spikre, negl, Nail, spikeren, Neglelakk

νύχι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spik, nagel, spiken, nageln, nail

νύχι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
naulita, kynsi, naula, pidättää, naulata, sormenkynsi, kynsien, nail, naulan, kynnen

νύχι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
negl, søm, nagle, nail, negle, neglen

νύχι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hřeb, stanovit, přibít, přitlouci, upevnit, zatknout, dráp, pazour, určit, hřebík, nehet, zadržet, čapnout, upřít, pařát, nehtů, nail, nehtu, na nehty

νύχι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przybić, przybijać, szpon, przykuć, gwoździowanie, przygwoździć, ćwiek, szpona, paznokieć, gwóźdź, pazur, złapać, paznokci, nail, do paznokci

νύχι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szelvényutalvány, talon, köröm, nail, szeg, szög, szöget

νύχι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çivi, tırnak, pençe, mıh, nail, tirnak

νύχι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
карти, забити, талон, кіготь, забивати, цвях, ніготь, пазур, гвіздок, цвяха

νύχι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thonj, gozhdë, thonjsh, thonjve, e thonjve, gozhdë e

νύχι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
талон, гвоздей, нокът, ноктите, нокти, пирон

νύχι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гвоздь, ногаць, цвік, цьвік

νύχι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
küüs, küünis, naelutama, nael, küünte, nail, naela

νύχι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
privući, uhvatiti, talon, nokat, čavao, kandža, zadržati, noktiju, nokte, za nokte

νύχι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nagli, nagla, nöglum, nöglin, neglurnar

νύχι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
clavus

νύχι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vinis, nagas, nagų, Nail, nagai, nago

νύχι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nags, nagla, nagu, nail, naglu, naga

νύχι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клинецот, ноктите, шајка, нокти, ноктот, помине

νύχι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cui, gheară, unghie, unghii, unghiilor, de unghii, nail

νύχι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žebelj, noht, talón, nail, nohtov, nohte, za nohte

νύχι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nech, nehe, talón, cvok, klinec, nechty, nechtov

Στατιστικά δημοτικότητας: νύχι

Τυχαίες λέξεις