Ratificar στα ελληνικά
Μετάφραση: ratificar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- rastrear στα ελληνικά - ίχνος, μονοπάτι, πίστα, ίχνη, ανακαλύπτω, ανιχνεύω, υπόλειμμα, ...
- ratazana στα ελληνικά - αρουραίος, αρουραίου, αρουραίο, επίμυος, αρουραίων
- rato στα ελληνικά - αναλογία, μουστάκι, αρουραίος, ποντίκι, τιμή, ποντικού, ποντικιού, ...
- razoabilidade στα ελληνικά - λόγος, αιτιολογία, αιτία, λογικότητα, εύλογο, εύλογου, εύλογος, ...
Τυχαίες λέξεις
Ratificar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Μεταφράσεις: διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει