Regular στα ελληνικά
Μετάφραση: regular, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομαλός, κανονισμός, τακτικός, κανονίζω, ρύθμιση, τακτική, τακτικές, τακτικά, τακτικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- regulamento στα ελληνικά - ρύθμιση, υπαγορεύω, κανονισμός, κανονισμού, κανονισμό, τον κανονισμό
- regulamentos στα ελληνικά - ρύθμιση, κανονισμός, κανονισμοί, κανονισμούς, κανονιστικές, κανονισμών, κανονιστικών
- regularizar στα ελληνικά - τακτικά, κανονίζω, τακτοποίηση, διευθέτηση, τακτοποιήσει, τη διευθέτηση, νομιμοποίηση
- regularmente στα ελληνικά - τακτικά, κανονίζω, τακτική, σε τακτική, κανονικά, τακτά
Τυχαίες λέξεις
Regular στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομαλός, κανονισμός, τακτικός, κανονίζω, ρύθμιση, τακτική, τακτικές, τακτικά, τακτικών
Μεταφράσεις: ομαλός, κανονισμός, τακτικός, κανονίζω, ρύθμιση, τακτική, τακτικές, τακτικά, τακτικών