Λέξη: πετεινός

Σχετικές λέξεις: πετεινός

χαράλαμπος πετεινός, γαλάζιος πετεινός, δημήτρης πετεινός, παναγιώτης πετεινός, πετεινός ξάνθη, πετεινός κρασάτος, πετεινός μύκονος, πετεινός ξάνθης, πετεινός κινέζικο ωροσκόπιο, υδάτινος πετεινός

Συνώνυμα: πετεινός

κόκορας, αλέκτωρ, κόκορας όπλου, λύκος πυροβόλου, στρόφιγξ, κόκκορας

Μεταφράσεις: πετεινός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cock, rooster, shuttle cock
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
grifo, pene, gallo, polla, verga, la polla
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gockel, pimmel, vogelmännchen, sperrhahn, schwanz, absperrhahn, hahn, Hahn, Schwanz
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pénis, robinet, dresser, redresser, relever, coq, armer, gâchette, bite, queue, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gallo, rubinetto, cazzo, cock, rubinetto di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
torneira, galo, pênis, pau, torneira de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haan, snikkel, tap, pik, leuter, kraan, jongeheer, lul, cock, doffer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
флюгер, насторожиться, курок, стог, петух, шпонка, затычка, глухарь, вояка, самец, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hane, kuk, pikken, kranen, cock
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kran, tupp, cock, kuk, kranen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kukko, hana, kalu, cock, kullia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hane, pik, hanen, cock
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
napřímit, ventil, penis, vztyčit, vzpřímit, kohoutek, kohout, cock, kohoutu, kohouta
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fiut, podnosić, kopica, kogut, fanfaron, zadrzeć, kurek, faja, końcówka, wyprostować, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
baromság, kakas, csap, faszt, farkát, cock
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
horoz, musluk, kuyruk, cock, bir horoz, musluğu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ватажок, вожак, півень, самець, зводити, коновод, петух
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kar, gjel, këndes, karin, karin e, cock, gjeli të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кур, хуй, петел, пее, кран, кура
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
певень, петух
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kallutama, isaslind, kukk, Cock, riista, Peeniserõngad, kraan
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vjetrokaz, kokot, ventil, oroz, slavina, kurac, penis, pijetao, penis je, cock
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hani, Cock
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čiaupas, gaidys, cock, kranas, gaidžiui
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gailis, tēviņš, krāns, ventilis, krānu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
петел, кур, курот, петелот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coco, cocoş, cocoș, penisul, penis, cocos, robinet
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
penis, cock, petelin, kurac, pipa, tiča
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
penis, kohút, kohútik, ventil
Τυχαίες λέξεις