Sex. στα ελληνικά

Μετάφραση: sex., Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρωτας, σεξ, φύλο, Παρ, Παρ.
Sex. στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • severo στα ελληνικά - δριμύς, σοβαρός, αυστηρός, σέρτικος, σοβαρή, σοβαρές, σοβαρά, ...
  • sevilha στα ελληνικά - ράβω, Σεβίλλη, Sevilla, ΣΕΒΙΛΛΗ, Σεβίλλης, της Σεβίλλης
  • sexagésima στα ελληνικά - εξήντα, Sixty, από εξήντα, Το εξήντα, των εξήντα
  • sexo στα ελληνικά - φύλο, έρωτας, σεξ, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
Τυχαίες λέξεις
Sex. στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρωτας, σεξ, φύλο, Παρ, Παρ.