Λέξη: πρόσβαση

Σχετικές λέξεις: πρόσβαση

πρόσβαση σε έγγραφα, πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, πρόσβαση στα στατιστικά της ηδικα από φαρμακευτικές εταιρείες, πρόσβαση στην τράπεζα θεμάτων, πρόσβαση συνώνυμα, πρόσβαση βέροια, πρόσβαση στο αεροδρόμιο, πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών, πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα

Συνώνυμα: πρόσβαση

προσχώρηση, προσέγγιση, είσοδος, φθάσιμο

Μεταφράσεις: πρόσβαση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
access, access to, accessible, accessing
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acceso, entrada, el acceso, acceso para, de acceso, acceso a
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zugang, einsicht, eintritt, Zugriff, Zugang, Zugriffs, Zugangs
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accédez, entrée, bourrasque, incitation, accédons, attaque, impulsion, bouffée, intelligence, abord, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adito, entratura, ingresso, accesso, l'accesso, connessione, di accesso, accedere
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agressão, acesso, ataque, crise, o acesso, de acesso, acesso à, acesso para
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
binnengaan, oprit, offensief, vlaag, intrede, oprijlaan, entree, toegang, aanval, de toegang, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вход, допуск, проход, приступ, доступ, подход, доступа, доступ в, доступ к, доступом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adgang, tilgang, tilgang i
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inträde, ingång, tillgång, tillträde, rullstol, för rullstol, åtkomst
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pääsy, yhteys, pääsyn, pääsyä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
angreb, adgang, adgangen, adgang til, aktindsigt, få adgang
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příchod, záchvat, přístup, vstup, výbuch, přístupu, k, připojení, připojení k
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
napad, atak, ściągać, dojście, dojazd, dostęp, przystęp, akces, Dostęp dla, dostępu, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bemenet, hozzáférés, hozzáférést, hozzáférési, hozzáféréssel, elérhető
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
giriş, erişim, ile erişim, sandalye ile erişim, erişimi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підходе, підхід, приступ, малодоступний, доступ, доступу, доступом
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aderim, hyrje, qasje, qasja, akses, aksesi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
достъп, достъпа, достъп до, на достъпа, на достъп
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
доступ
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pöörduma, juurdepääs, ligipääs, juurdepääsu, Juurdepääsupiirangu, ligipääsu, hotellid
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pristup, pristupa, pristupom, pristupna, s pristupom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðgangur, Sjónvarp, aðgang, nettenging, aðgengi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priėjimas, prieiga, prieigos, ryšys, prieigą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieeja, piekļūšana, pieejamība, piekļuve, piekļuvi, piekļuves
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пристап, пристапот, за пристап, пристап до, пристап на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acces, accesul, accesului, de acces, acces la
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dostop, dostopa, dostop do, priključek, dostopom
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prístup, prístupu

Στατιστικά δημοτικότητας: πρόσβαση

Τυχαίες λέξεις