Suficientemente στα ελληνικά
Μετάφραση: suficientemente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαρκώς, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sueco στα ελληνικά - σαρώνω, σκουπίζω, καμπύλη, σουηδικά, σουηδική, σουηδικής, σουηδικό, ...
- suficiente στα ελληνικά - επαρκώς, επαρκής, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
- suficiência στα ελληνικά - γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
- sufixo στα ελληνικά - πνίγω, κατάληξη, επίθημα, επίθεμα, πρόθεμα, επιθήματος
Τυχαίες λέξεις
Suficientemente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαρκώς, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Μεταφράσεις: επαρκώς, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά