Λέξη: ρουτίνα

Σχετικές λέξεις: ρουτίνα

ρουτίνα ορισμός, ρουτίνα ύπνου, ρουτίνα ετυμολογία, ρουτίνα λεξικό, ρουτίνα στις σχέσεις, ρουτίνα συνώνυμα, ρουτίνα στο γάμο, ρουτίνα να το παίζω λογικόσ σε μια αρρωστημένη παράσταση, ρουτίνα στη σχέση, ρουτίνα ομορφιάσ

Συνώνυμα: ρουτίνα

συνήθεια, τακτική ρουτίνα

Μεταφράσεις: ρουτίνα

ρουτίνα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
routine, routinely, routines, routine is

ρουτίνα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rutina, rutinario, de rutina, rutina de, rutinaria

ρουτίνα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
routine, ausdruck, unterprogramm, unterroutine, Routine

ρουτίνα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
procédé, routine, systématique, de routine, la routine, courante

ρουτίνα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
routine, di routine, routine di, procedura, ordinaria

ρουτίνα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ramerrão, rotina, rota, estrada, de rotina, rotina de, rotineira, rotineiro

ρουτίνα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
routine, sleur, routinematige, routinematig

ρουτίνα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трафарет, рутина, распорядок, запросто, подпрограмма, режим дня, рутинной, рутины

ρουτίνα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rutine, rutinen, rutinemessig, rutinemessige

ρουτίνα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rutin, rutinen, rutinmässig

ρουτίνα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rutiini, jokapäiväinen, funktio, tottumus, rutiinia, rutiininomaisesti, rutiininomainen, tavanomaisesta

ρουτίνα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rutine, rutinemæssig, rutinemæssige, rutinen, rutinemæssigt

ρουτίνα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
postup, rutina, běžný, rutinní, rutiny, běžnou

ρουτίνα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
procedura, koleina, rutyna, rutynowy, rutynowe, rutynowych, rutynowa

ρουτίνα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rutin, rutinszerű, rendszeres, szokásos, a rutin

ρουτίνα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rutin, rutin bir, rutin olarak, yordamı

ρουτίνα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
встановлений, звичний, шаблоновий, поточний, рутина, рутину

ρουτίνα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rutinë, rutinore, rutinë e, rutinë të, rutinor

ρουτίνα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рутинен, рутина, рутинна, рутинни, рутинно

ρουτίνα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
руціна, рутыну

ρουτίνα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rutiinne, rutiin, tavapärane, rutiinse, rutiinsete, rutiinset, rutiinist

ρουτίνα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
program, šablona, određen, rutina, rutinski, rutinu, rutinske, rutinsko

ρουτίνα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
venja, lífi, reglubundið, reglulega, venja að

ρουτίνα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rutina, įprastas, įprasta, kasdieninį, rutinos

ρουτίνα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rutīna, rutīnas, ikdienas, regulāra

ρουτίνα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рутина, рутински, рутинско, рутинска, рутинските

ρουτίνα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rutină, rutina, de rutină, de rutina, rutina de

ρουτίνα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rutina, rutinsko, rutinski, rutinska, rutino

ρουτίνα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rutina, bežný, bežnú, bežné, obyčajný, normálny
Τυχαίες λέξεις