Bun στα ελληνικά

Μετάφραση: bun, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλά, καλός, λοιπόν, πηγάδι, αγαθός, αναβλύζω, καλή, καλό, καλής, καλές
Bun στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bulevard στα ελληνικά - λεωφόρος, λεωφόρο, Avenue, λεωφόρου, τη λεωφόρο
  • bumbac στα ελληνικά - βαμβακερός, βαμβάκι, βαμβακερό, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
  • bunic στα ελληνικά - παππούς, βαβά, γιαγιά, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
  • bunătate στα ελληνικά - καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ
Τυχαίες λέξεις
Bun στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλά, καλός, λοιπόν, πηγάδι, αγαθός, αναβλύζω, καλή, καλό, καλής, καλές