Conduce στα ελληνικά

Μετάφραση: conduce, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγώ, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Conduce στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • condensator στα ελληνικά - πυκνωτής, συμπυκνωτής, συμπυκνωτή, ψυκτήρα, του συμπυκνωτή, συμπυκνωτήρα
  • condiment στα ελληνικά - μπαχαρικό, καρύκευμα, μπαχαρικών, μπαχαρικά, καρυκευμάτων
  • conducere στα ελληνικά - ηγεσία, ηγεμονία, ηγετικός, κορυφαίος, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, ...
  • conductor στα ελληνικά - μαέστρος, αγωγός, αγωγού, αγωγό, του αγωγού
Τυχαίες λέξεις
Conduce στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγώ, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί