Λέξη: μαθητής

Σχετικές λέξεις: μαθητής

μαθητής μηδενίστηκε ενώ απάντησε...σωστά σε όλα, μαθητήσ σοκάρει την κοινωνία τησ ναυπάκτου, μαθητής στίχοι, μαθητής του σωκράτη, μαθητής που άφησε άφωνο όλο το facebook..δειτε τι εκανε, μαθητής σκότωσε τη μάνα του, μαθητής που δεν προσέρχεται στις εξετάσεις, μαθητής του πλάτωνα, μαθητής σκότωσε τη μητέρα του, μαθητής παρέλασε με «αντισβάστικα»

Συνώνυμα: μαθητής

κόρη οφθαλμού, υπότροφος, φιλόλογος, σπουδαστής, οπαδός, μαθητής σχολείου

Μεταφράσεις: μαθητής

μαθητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pupil, disciple, learner, schoolboy, student

μαθητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estudiante, discípulo, alumno, partidario, niña, pupila, aprendiz, aprendizaje, educando

μαθητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schulkind, jünger, anhänger, schüler, student, pupille, Lernende, Lerner, Anfänger, Fahrschüler, Lernenden

μαθητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étudiant, apprenti, pupille, prunelle, écolier, élève, adhérent, partisan, disciple, apprenant, l'apprenant, apprenants

μαθητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
seguace, alunno, scolaro, discepolo, pupilla, allievo, studente, discente, Learner, apprende

μαθητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aluno, estudante, discípulo, adepto, partidário, aprendiz, aprendente, formando

μαθητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
discipel, student, aanhanger, adept, leerling, lerende, leerder, cursist

μαθητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
питомец, ученица, второгодник, последователь, зрачок, ученик, студент, воспитанник, сторонник, апостол, адепт, учащийся, зеница, выученик, учащегося, ученика, обучаемый

μαθητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pupill, elev, disippel, student, eleven, lærende, elevens

μαθητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pupill, elev, learner, eleven, studerande, inlärare

μαθητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
opiskelija, opetuslapsi, oppilas, kannattaja, oppijan, oppija, oppijaa, oppijoiden

μαθητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilhænger, lærling, discipel, studerende, elev, student, lærende, lærendes, eleven

μαθητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odchovanec, školák, zřítelnice, žák, student, učící, studenta, studující

μαθητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uczeń, wyznawca, źrenica, uczący się, uczący, ucznia, ucząca

μαθητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tanítvány, szembogár, tanuló, tanulók, tanulói, tanulónak, tanulót

μαθητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öğrenci, öğrenen, öğrencinin, öğrenici, bir öğrenci

μαθητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лялечки, послідовник, прибічник, учень, прихильник, ученик

μαθητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anëtar, student, nxënës, nxënësi, nxënësit, nxënësin, nxënës i

μαθητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зеница, учащ се, обучаем, учащия, учащите, обучаемия

μαθητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вучань

μαθητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õpilane, järgija, jünger, pupill, õppija, õppijate, õppijale, õppurite, õppuri

μαθητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pitomac, sljedbenik, učenica, učenik, đak, zjenica, učeniku, student, uči, studenta

μαθητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nemandi, læra, að læra, nemandinn, námsmaður

μαθητής στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
discipulus

μαθητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
moksleivis, tyrinėtojas, apaštalas, studentas, mokinys, mokinė, besimokantysis, besimokančiojo, besimokantis, besimokantįjį

μαθητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sekotājs, pētnieks, piekritējs, students, māceklis, apmācāmais, skolēns, studējošais, izglītojamais

μαθητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ученик, ученикот, учење, учат, учи

μαθητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
elev, cursant, provizoriu, cursantului, care învață

μαθητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fak, učenec, učenca, udeleženec, učnem procesu, uči

μαθητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žiak, študent, student, študentom

Στατιστικά δημοτικότητας: μαθητής

Τυχαίες λέξεις