Λέξη: κονδύλωμα
Σχετικές λέξεις: κονδύλωμα
κονδύλωμα πέους, κονδύλωμα hpv, κονδύλωμα πρωκτού, κονδύλωμα στον τραχηλο, κονδύλωμα wiki, κονδύλωμα στη γλώσσα, κονδύλωμα φωτογραφιες, κονδύλωμα συμπτώματα, κονδύλωμα θεραπεία, κονδύλωμα στο στόμα
Μεταφράσεις: κονδύλωμα
αγγλικά
wart
ισπανικά
verruga
γερμανικά
warze
γαλλικά
verrue, papille
ιταλικά
porro, verruca
πορτογαλικά
verruga
ολλανδικά
wrat
ρωσικά
нарост, бородавка
νορβηγικά
vorte
σουηδικά
vårta
φινλανδικά
syylä
δανικά
vorte
τσεχικά
bradavice
πολωνικά
kurzajka, narośl, brodawka
ουγγρικά
furunkulusféle, szemölcs, csomó, bibircsók, kinövés
τούρκικα
siğil, wart, siğilin, siğili
ουκρανικά
бородавка, бородавки
αλβανικά
lez, lyth
βουλγαρικά
мазол
λευκορωσικά
бародаўка
εσθονικά
sõjalaev
κροατικά
bradavica
ισλανδικά
Varta, Wart
λατινικά
verruca
λιθουανικά
gumbas, išauga, karpų, Wart, karpos
λετονικά
kārpa
σλαβομακεδονικά
брадавица, Брадавици, брадавицата, израсток, брадавичести
ρουμανικά
neg
σλοβενικά
bradavice
σλοβακικά
bradavice