Reduce στα ελληνικά
Μετάφραση: reduce, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελαττώνω, περιορίζω, μειώνω, περικοπές, περικόψει, περικοπούν, μειώσει, μειώσουν
Μεταφράσεις
- recunoştinţă στα ελληνικά - ευγνωμοσύνη, φωνάξω, φωνάξουμε, φωνάζει, φωνάξει, φωνάξετε
- redresor στα ελληνικά - ανορθωτής, ανορθωτή, ανόρθωσης, του ανορθωτή, ανορθώσεως
- reducere στα ελληνικά - περιστολή, αναγωγή, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
- referinţă στα ελληνικά - παράθεση, πίστωση, αναφορά, αναγωγή, χωρίο, αναφέρω, παραθέτω, ...
Τυχαίες λέξεις
Reduce στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελαττώνω, περιορίζω, μειώνω, περικοπές, περικόψει, περικοπούν, μειώσει, μειώσουν
Μεταφράσεις: ελαττώνω, περιορίζω, μειώνω, περικοπές, περικόψει, περικοπούν, μειώσει, μειώσουν