Λέξη: υψόμετρο

Σχετικές λέξεις: υψόμετρο

υψόμετρο πεντέλης, υψόμετρο υμηττού, υψόμετρο ελληνικών βουνών, υψόμετρο ιωαννίνων, υψόμετρο όλυμπος, υψόμετρο αθήνας, υψόμετρο πάρνηθας, υψόμετρο καστοριάς, υψόμετρο έβερεστ, υψόμετρο χορτιάτη

Συνώνυμα: υψόμετρο

ύψος, ανύψωση, ύψωμα, ύψωση

Μεταφράσεις: υψόμετρο

υψόμετρο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
altitude, elevation, altimeter, altitude of, an altitude

υψόμετρο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elevación, altitud, altura, altitud por, de altitud, la altitud

υψόμετρο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
höhe, höhenlage, Höhe, Höhen, Höhenlage

υψόμετρο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
élévation, altitude, hauteur, L'altitude, d'altitude, altitude au, altitude de

υψόμετρο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quota, altitudine, altezza, altitudine al, altitudine al di, un'altitudine

υψόμετρο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
altura, altitude, de altitude, altitude de, a altitude

υψόμετρο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoogte, stand, de hoogte, hoogteverschil

υψόμετρο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
альт, высота, высотомер, возвышенность, высоты, высоте, высоту, высота над уровнем моря

υψόμετρο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
høyde, høyden, høyde over havet

υψόμετρο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
altitud, höjdnivå, höjd, höjden

υψόμετρο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korkeus, korkeudessa, korkeuden, korkeuteen, korkeutta

υψόμετρο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
højde, højden, altitude, højder

υψόμετρο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výška, výšina, nadmořská výška, nadmořské výšky, nadmořské výšce, nadmořská výš

υψόμετρο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wysokość, wzniesienie, alt, wysokości, wysokość ponad poziomem morza, Altitude, npm

υψόμετρο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
magasság, magasságban, tengerszint feletti magasság, magassági, magasságot

υψόμετρο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yükseklik, irtifa, rakım, rakımlı, altitude

υψόμετρο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розлютити, височина, висотомір, висота, висоти, короткі хвилі, Піднімаються, хвилі, короткі

υψόμετρο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lartësi, Lartësia, Lartesia, lartësi të, lartesi

υψόμετρο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
височина, надморска височина, надморската височина, Надморско равнище, надморска

υψόμετρο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
буда, вышыня, кароткія, кароткія хвалі, Паднімаюцца, Сярэдняя вышыня

υψόμετρο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõrgus, kõrgusel, kõrgusele, kõrguse, kõrgus merepinnast

υψόμετρο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
visinski, vrh, ugao, uzvišenja, visina, nadmorska visina, nadmorske visine, visini, nadmorskoj visini

υψόμετρο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæð, flughæð, hæðar, hæð yfir sjávarmáli, hæð yfir sjó

υψόμετρο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aukštis, aukščio, aukštį, aukštyje, aukštis virš jūros lygio

υψόμετρο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
augstums, augstuma, augstumu, augstumā, augstums virs jūras līmeņa

υψόμετρο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
надморска височина, височина, надморска висина, висина, надморската височина

υψόμετρο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
altitudine, altitudinea, altitudine de, o altitudine, o altitudine de

υψόμετρο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Nadmorska višina, višina, višinski, nadmorske višine, altitude

υψόμετρο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výška, nadmorská, nadmorskej, nadmorskú

Στατιστικά δημοτικότητας: υψόμετρο

Τυχαίες λέξεις