Scurt στα ελληνικά

Μετάφραση: scurt, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοντός, σύντομος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Scurt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • scump στα ελληνικά - αγαπητός, στοργικός, δαπανηρός, ακριβός, ακριβό, ακριβά, δαπανηρή, ...
  • scund στα ελληνικά - χαμηλός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
  • scurta στα ελληνικά - μικραίνω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
  • scut στα ελληνικά - περίβλημα, ασπίδα, προστατεύσει, προστασία, προστατεύει, θωράκιση
Τυχαίες λέξεις
Scurt στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοντός, σύντομος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής