Λέξη: προδότης

Σχετικές λέξεις: προδότης

προδότης δεν είναι μόνο, προδότης δεν είναι μόνο αυτός που φανερώνει τα μυστικά της πατρίδος στους εχθρούς, προδότης στην άλωση της κωνσταντινούπολης, προδότης σαμαράς, προδότης wikipedia, προδότης παπανδρέου, προδότης ετυμολογία, προδότης θουκυδίδης, προδότησ ορισμόσ, προδότης τσιράκι της μέρκελ του δντ και των τραπεζών

Συνώνυμα: προδότης

απεργοσπάστης, ποντικόθηρας, ποντικοκυνηγός, φωνάζων, καταδότης

Μεταφράσεις: προδότης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
traitor, betrayer, ratter, squealer, a traitor
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
traidor, alevoso, traidora, traidores, traidor de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verräter, Verräter, Verräters, Verräther, Verräterin
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
traître, judas, traitre, traîtres, trahison
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
traditore, traditrice, traditor, traditori
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
traidor, traidora, traitor, traidores
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verrader, verrader van, landverrader, verrader te, verrader is
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изменник, предатель, изменщик, предателем, предателя, изменником
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forræder, forræderen, forrćder, sviker, landsforræder
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
quisling, förrädare, förrädaren, traitor, traitoren
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luopio, pettäjä, petturi, petturin, petturiksi, petturina, kavaltaja
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forræder, forræderen, forrćder, forrædder
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zrádce, zrádcem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wiarołomca, odstępca, zdrajca, sprzedawczyk, zdrajcą, zdrajcę, zdrajcy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
áruló, árulót, árulónak, az áruló
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hain, vatan haini, ihanet, hainin, hainsin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зрадник, предатель, запроданець
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tradhtar, tradhëtar, tradhëtor, tradhtare, tradhtari
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предател, изменник, предателя, предателка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здраднік, прадажнік, предатель, здраднікам
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äraandja, reetur, äraandjaks, reeturi, reeturiks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izdajica, izdajnik, izdajnika, izdajicom, izdajnikom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svikari, svikarinn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
proditor
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išdavikas, išdaviku, išdaviko, išdavike
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nodevējs, nodevēju
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
предавник, предавникот, предавници, предател, за предавник
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trădător, tradator, trădătoare, trădătorul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izdajalec, izdajalca
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zradca, zradcu, zradcov, zradcom
Τυχαίες λέξεις