Străin στα ελληνικά
Μετάφραση: străin, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξωγήινος, αλλοδαπός, εξωτερικός, εξωτικός, παράξενος, ξένος, περίεργος, ξένων, ξένες, ξένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- strâmt στα ελληνικά - σφιχτός, στενός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
- străduţă στα ελληνικά - λωρίδα, δρομάκι, πάροδος, σοκάκι, αίθουσα, αλέα, alley
- strălucitor στα ελληνικά - εξαίσιος, έξοχα, ένδοξος, υπέροχος, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, ...
- strămoş στα ελληνικά - πρόγονος, ρίζα, προηγούμενος, πρόγονο, προγόνου, πρόγονός, προγόνων
Τυχαίες λέξεις
Străin στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξωγήινος, αλλοδαπός, εξωτερικός, εξωτικός, παράξενος, ξένος, περίεργος, ξένων, ξένες, ξένο
Μεταφράσεις: εξωγήινος, αλλοδαπός, εξωτερικός, εξωτικός, παράξενος, ξένος, περίεργος, ξένων, ξένες, ξένο