Tot στα ελληνικά

Μετάφραση: tot, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
και, ακέραιος, άρτιος, επίσης, όλα, ολόκληρος, όλες, όλος, όλοι, όλων, όλους
Tot στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tortură στα ελληνικά - βασανίζω, βασανισμός, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
  • torţă στα ελληνικά - φακός, δάδα, φακό, πυρσό, δάδας
  • totuşi στα ελληνικά - γαλήνιος, όμως, ήρεμος, ακίνητος, ωστόσο, ακόμα, εντούτοις, ...
  • toxic στα ελληνικά - τοξικός, τοξικές, τοξικά, τοξικών, τοξικό
Τυχαίες λέξεις
Tot στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: και, ακέραιος, άρτιος, επίσης, όλα, ολόκληρος, όλες, όλος, όλοι, όλων, όλους