Λέξη: καναρίνι
Σχετικές λέξεις: καναρίνι
καναρίνι μου γλυκό, καναρίνι διάρκεια ζωής, καναρίνι φροντίδα, καναρίνι δεν κελαηδάει, καναρίνι στο κεφάλι, καναρίνι κελαιδισμα, καναρίνι μοζαμβίκης, καναρίνι ονειροκρίτης, καναρίνι και μέντα, καναρίνι πτερόρροια
Μεταφράσεις: καναρίνι
καναρίνι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
canary, a canary
καναρίνι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
canario, Canarias, Canary, canaria, canarios
καναρίνι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kanarienvogel, Kanarienvogel, Kanariensaat, kanarische, canary, Kanarischen
καναρίνι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
serin, canari, Canary, canaris, des Canaries
καναρίνι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
canarino, Canary, scagliola, canarie, la scagliola
καναρίνι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
animal, canário, Canary, Canárias, canarinho, canários
καναρίνι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kanarie, Canarische, Canary, kanaries, kanariezaad
καναρίνι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ярко-желтый, канарейка, канареечный, канарейки, канарейкой, канареечно, канарейку
καναρίνι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kanarifugl, kanarifuglen, kanari, canary, kanarigul
καναρίνι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kanariefågel, Canary, kanariefrö, Kanarieöarna, kanariefågeln
καναρίνι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kanarialintu, Canary, Kanarian, kanarianhelven, kanariansiemenet
καναρίνι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kanariefugl, Kanariske, Canary, kanariefrø, kanariefuglen
καναρίνι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kanárek, Canary, kanárských, kanárkově, kanárské
καναρίνι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kanarek, kanarkowy, canary, kanarka, Kanarki, kanar
καναρίνι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kanárisárga, kanárimadár, kanári, kanárit, canary
καναρίνι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kanarya, Canary, Canaria, kanaryalar, kanaryayı
καναρίνι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
канарейка, канарка, папуга, канарок
καναρίνι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kanarinë, Kanarie, Canary, i gjelbër
καναρίνι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
канарче, Canary, Канари, канарено, канарско
καναρίνι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канарэйка, канарейка
καναρίνι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lauljanna, kanaarikollane, kanaarilind, Kanaari, canary, Canaria
καναρίνι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kanarinka, kanarinac, Canary, kanarinaca, kanarinca
καναρίνι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kanarífugl, Canary, Canaria
καναρίνι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kanarėlė, Kanarų, Canary, kanarėlių, kanarinio
καναρίνι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kanārijputniņš, Kanāriju, Kanāriju spulgzāles, Kanāriju miežubrāļa, kanārijputni
καναρίνι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Девствени, Канарските, Канарски, Канари, Canary
καναρίνι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
canar, Canary, cănărașului, Canariensis
καναρίνι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kanarček, kanarčki, kanarska, Kanarsko, Canary
καναρίνι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kanárik, kanárika
Στατιστικά δημοτικότητας: καναρίνι
Τυχαίες λέξεις