Амальгамировать στα ελληνικά

Μετάφραση: амальгамировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενώνω, συγχωνεύω, ασημένιος, ασημί, αμαλγάμω, συγχωνεύσει, συνενώσει, συγχωνευθούν
Амальгамировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амальгама στα ελληνικά - αμάλγαμα, ένωση, μίγμα, συγχώνευση, αμαλγάματος, αμαλγάματα, αμαλγαμάτων, ...
  • амальгамирование στα ελληνικά - ένωση, συγχώνευση, συγχώνευσης, συνένωση, αμάλγαμα, τη συγχώνευση
  • амарант στα ελληνικά - αμάραντος, αμάραντο, αμάραντου, ο αμάραντος, αμάρανθος
  • аматол στα ελληνικά - αματόλη
Τυχαίες λέξεις
Амальгамировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενώνω, συγχωνεύω, ασημένιος, ασημί, αμαλγάμω, συγχωνεύσει, συνενώσει, συγχωνευθούν